- σκεπτήριον
- σκεπ-τήριον, τό,= τεκμήριον,A proof, Man.4.165.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκεπτήριον — τὸ, Α τεκμήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκεπ τού σκέπτομαι* + επίθημα τήριον (πρβλ. καλυπ τήριον)] … Dictionary of Greek
σκεπτήρια — σκεπτήριον proof neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)